Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Μην απογοητεύεστε


Ο Μπάμπης και Ο Γιώργος



Η ώρα είχε περάσει. Οι φιλοι του είχαν φυγει γιατι όλοι δούλευαν την επομένη. Κι όμως είχε κέφια και μια ανέμελη έξαρση κοινωνικότητας. Δεν είχε πιεί πολύ, μόνο τόσο ώστε να νιώθει ότι βρίσκεται σε ένα παγκάκι κάτω από συννεφιασμένο ουρανό και κάποιος ξαφνικά τον χτυπάει στον ώμο και του λέει «μα καλα δεν βλέπεις ότι θα βγάλει ήλιο; ». Πάντως σίγουρα ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τον μπαρμαν και για μιά στιγμή θεώρησε τον εαυτό του τέρας νηφαλιότητας. Σκεφτόταν τα όσα συζητούσε με τους φίλους του πρίν λίγο. Ιστορίες από τον στρατό, γρήγορα αμάξια και γυναίκες.
Τις γυναίκες δεν τις καταλάβαινε. Όχι όπως δεν τις καταλάβαιναν οι μπάρμαν και οι κωμικοί ηθοποιοί, αλλά έτσι όπως οι φτωχοί δεν καταλαβαίνουν τα οικονομικά. Μπορεί να στέκεσαι κάθε μέρα, για όλη σου τη ζωή έξω από το κτήριο της κεντρικής τράπεζας και να μην πάρεις ποτέ είδηση τι γίνεται εκεί μέσα. Γι’αυτό και πάντα θα διάλεγε να ληστέψει ένα ψιλικατζίδικο.
Το μαγαζί είχε ακόμα κόσμο και όταν αποφάσισε να βγεί για λίγο από το δικό του κόσμο γύρισε και κοίταξε τριγύρω. Στα δεξιά του ένα ζευγάρι, από πίσω του δύο αγόρια με μια κοπέλα - γρήγορα θα δυσκόλευαν τα πράματα εκεί - , πίσω αριστερά του δύο. Για μιά στιγμή νόμιζε ότι του έπεσε το σαγόνι. Δύο υπεβολικά πρόστυχες προκλητικές και όμορφες γυναικάρες. Προσπάθησε να μην καρφώσει τα μάτια του επάνω τους. Το μαγαζί είχε και άλλο κόσμο, αλλά γύρισε το κεφάλι του πάλι μπροστά στην μπάρα με το βλέμμα του να βρίσκεται εκατό χιλιόμετρα μακριά. Στην συνέχεια προσπάθησε να τις θυμηθεί. Η μια ήταν ξανθιά με ένα τόσο λεπτό και κοντό μίνι που σίγουρα θα έκανε για οδοντικό νήμα και η φίλη της είχε ένα τόσο βαθύ ντεκολτέ. Τα στήθη της ήταν έτοιμα να εκραγούν άν κάποιος δεν έβγαζε γρήγορα την μπλούζα της. Ένιωσε τον λάρυγγά του να καίγεται και να φωνάζει «πότισε με, ποτισέ με!» και δεν του είπε όχι.
-άλλο ένα παρακαλώ.
-Οκ, έρχεται
Μέχρι να έρθει το δεύτερο ποτό του δεν σκεφτόταν τίποτα. Αλλά μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά του ήρθε η πρώτη σκέψη
-Τι θές?
-Εε, είμαι η σκέψη που είχατε παραγγείλει, μικρή αλλα καφτερή.
-Εντάξει πες το αλλά σιγά σιγά, να μην μου έρθει βαρύ.
-Οριστε. ...Τι στην ευχή χρειάζεσαι για να ρίξεις μια κοπέλα σάν και αυτές ;
-Ξέρω γώ; Χρήμα, στύλ, θάρρος, γοητεία, τη στόφα του πωταθλητή. Αυτό που κάνει όλους τους άλλους μέσα στο μαγαζί να θέλουν σε κοπανίσουν με ότι βρούν μπροστά τους τη στιγμή που θα φέυγεις με το καινούριο σου απόκτημα.
-Α. Κοίτα εγώ είμαι απλά μία σκέψη, οκ; Μην εκνευρίζεσαι! Αλλα μόλις ήρθε και άλλη μία φίλη μου και έχει κάτι να σε ρωτήσει. Έλα, έλα καλη μου πές στον κύριο αυτό που κρατάς.
-Εσύ ρε μεγάλε, από όλα αυτά τι έχεις;
Ένιωσε γέρος και μουχλιασμένος. Τη στιγμή που οι άλλοι θα πηδάν με αλεξίπτωτο, θα κάνουν σκί σε απότομες πλαγιές και θα κυνηγούν ελάφια αυτός θα κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα του και θα πλέκει.
Συνέχιζε να χαζεύει τριγύρω του προσπαθώντας προσεκτικά να περάσει το βλέμμα του από αυτές τις δύο χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, ώσπου κάτι άλλο του κίνησε το ενδιαφέρον. Ένας άντρας μπήκε στο μαγαζί. Με το που πέρασε την πόρτα κοντοστάθηκε στο κέντρο και κοίταξε έντονα τριγύρω του. Και το μοιραίο συνέβηκε. Εντόπισε τις δύο εξωτικές γυναίκες. Αλλά δεν κοίταξε αλλού και χωρίς να ντρέπεται συνέχιζε να τους δείχνει ποιός είναι το αρσενικό. Παρατήρησε για λίγο αυτό το τέρας αυτοπεποίθησης που μόλις μπήκε στο μπαρ. Λουστραρισμένα μοκασίνια, υφασμάτινο παντελόνι, μάυρο σακάκι ανοικτό μεχρι το στήθος, λευκό πουκάμισο και ένα τατουάζ στο αριστερό του στήθος. Τέντωσε το χέρι του ώστε να φανεί το λαμπερό του ρολόι, το έβαλε στην τσέπη του σακακιού του και έβγαλε ένα πούρο. Το άναψε αργά αργά με το ένα του μάτι να τις κοιτάει. Το πρόσωπό του είχε σκληρές γωνίες και ήταν ανέκφραστο. Προχώρησε και ήρθε ακριβώς δίπλά από εκεί που καθόταν και οι σκέψεις έκαναν πάρτυ στο μυαλό του. Παρήγγειλε το ποτό του με μία λέξη στον μπάρμαν. Μόλις το πήρε πήγε κατευθείαν και έκατσε μαζί με τις γυναικάρες.
Καθώς παρατηρούσε αυτή την ταρζανική είσοδο του υπεραρσενικού στο μπάρ είχε ξεχάσει το χέρι του τεντωμένο, με το ποτό να κυματίζει ένα εκατοστό πρίν από τα χείλια του. Ναι, ήταν σίγουρος για κάτι. Ζήλευε. Ζήλευε πάρα πολύ. Ήθελε να τον κοπανήσει με ότι βρέι μπροστά του ώστε να τον αναισθητοποιήσει πρίν προλάβει να ρίξει τις γυναικάρες. Τόση αυτοπεποίθηση! Τόσο χρήμα! Ήταν πλέον θέμα δευτερολέπτων να τις καταφέρει. Τους μίλαγε έντονα και ένανε γρήγορες κινήσεις αυτοθαυμασμού με τα χέρια του. Έδειχνε τόσο σίγουρος και τόσο βλάκας. Τους επιδείκνυε συνεχώς με έναν δήθεν καταλάθως τρόπο το τατουάζ του, το ρολόι του, το δήθεν φονικό βλέμα του. Μα πώς τον αφήνουν να κυκλοφορεί ελεύθερος; Είναι σάν να πηγαίνουν οι υπόλοιποι στον πόλεμο με σφεντόνες και αυτός να πολεμάει μέσα σε ένα τάνκ. Οι γυναίκες τον κοίταζαν συνεχώς. Λάγνα, σαγηνευτικά και απροκάλυπτα. Το μίνι ανέβηκε ακόμα πιό πάνω και το ντεκολτέ κατέβηκε ακόμα πιό κάτω.Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες του μπαρ το έπαιζαν αδιάφοροι, ρίχνοντας κλεφτές ματιές κάθε τρία δευτερόλεπτα. Τουλάχιστον ένιωσε αλληλεγγύη όταν κατάλαβε ότι όλοι ήθελαν να έρθει εκείνη την στιγμή ο σούπερμαν και να τουλουμιάσει στο ξύλο τον άντρακλα. Σίγουρα όταν ήταν μικρός αντί για κακάο στο γάλα του θα έβαζε τεστοστερόνη. Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά το δάχτυλό του ασυναίσθητα καθάριζε την μύτη του σαν να είχε ανακαλύψει χρυσορυχείο. Το κατάλαβε και το απομάκρυνε νιώθοντας ένα ντροπιασμένο μηδενικό. Γιατί αυτός και όχι εγώ;
Ήταν θέμα χρόνου. Όπως είναι θέμα χρόνου να τελειώσει το πετρέλαιο, να λιώσουν οι πάγοι των πόλων και στο τέλος να σβήσει και ο ήλιος. Το απόλυτο αρσενικό ήρθε άλλη μια φορά στο μπάρ, πλήρωσε με το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα του κόσμου τα ποτά και έφυγε αστραπιαία με τις υπεργυναίκες αγκαζε. Ναι. Και τις δύο. Και εκείνη τη στιγμή συνειδητά έβαλε το δάχτυλό του πάλι πίσω στη μύτη του. Ώρα να πλέξει καθισμένος στην κουνιστή του πολυθρόνα και να παίξει με την σφεντόνα του. Γύρισε πρός τον μπάρμαν και όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν του μίλησε
-Να σε πληρώσω φίλε μου?
-Ναι, ναι, αμέσως δικέ μου. Πέντε ευρώ και το δεύτερο ποτο κερασμένο από μένα επειδή σε πάω.
-Να σε ρωτήσω κάτι?
-Και βέβαια φίλε μου, και το ρωτάς;
-Μα καλά, πώς τις έριξε τόσο εύκολα; Έχει μέλι στα γεννητικά του όργανα ή βάζει την κολώνια που ψάχνω τόσο καιρο;
Το χαμόγελο του μπαρμαν μεγάλωσε ακόμα περισσότερο, κούνησε το κεφάλι του ελάχιστα πάνω κάτω, έσκυψε προσεκτικά προς το μέρος του και του είπε :
-Κρατάς μυστικό;
-Καλύτερα και από το θησαυροφυλάκιο της κεντρικής τράπεζας. Είμαι όλος αυτιά.
-Ο Μπάμπης και ο Γιώργος είναι οι καλύτεροι στην πιάτσα.
-Ε;

4 σχόλια:

Filippaul είπε...

Kalo xekinima file kostantine! Kalos irthes sto blog :)

Coach Alzheimer είπε...

Welcome to the blog!!!
To arthro sou me agikse!! sigkinithika!! Me parakoloutheis?? Tespa pao na pio bires kai na skaliso tin miti mou!!

Unknown είπε...

euxaristw paidia!!!
to sabbato 8a paw se ena party kai 8a arxisw to promotion tou blog!!!

oso gia ton hrwa, mporei na ton balw kai se alles peripeteies!

Ανώνυμος είπε...

Plhoroforiaka, sto background, to magazi epaize to Giggolo ths Paparizou?